- βωρεύς
- βωρεύς, εως, ὁ,A pickled mullet, Xenocr.76:—[var] Dim. [full] βωρίδιον, τό, Id.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… … Dictionary of Greek
βούρος — ο ονομασία του ψαριού οξύρρυγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βωρεύς «το ψάρι βούρος»] … Dictionary of Greek